Grammar Overview of
Κηλλῆν
-
Nouns have 3 genders, 2 numbers, and 4 cases
-
MasculineNom: σ-, υι-Gen: υ-, νω-Dat: ι-, σι-Acc: ∅-, συ-
-
Examples:
σάνδρα ‘man’,
υάνδρα ‘of
a man’, ιάνδρα ‘to
a man’, άνδρα ‘man’;
υιάνδρα ‘men’,
νωάνδρα/νώνδρα ‘of men’,
σιάνδρα, συάνδρα/σώνδρα
-
Feminine
Nom:
∅-, ια-
Gen:
ση-, νω-
Dat:
ι-, σι-
Acc:
∅-, σα-
Examples:
γύν ‘woman’,
ιαγύν ‘women’,
σηγύν, νωγύν, ιγύν, σιγύν, γύν, σαγύν
-
NeuterNom: ∅-, ∅-Gen: υ-, νω-Dat: ι-, σι-Acc: ∅-, ∅-βιβλι ‘book’, υβιβλι ‘of a book, ιβιβλι, βιβλι; βιβλι ‘books’, νωβιβλι ‘of books’, σιβιβλι, βιβλι
-
Pronounsγω, υιγω; -υμ, -ημ; -μι, -σημ; με, συμε/συμι, σαμεσυ, υισυ; -υς, -ητ; -ις, -σητ; σε, συσε, σασεατ, υιατ; -υτ/-ωτ, -νωτ; ιατ, σιατ; τα, συτατ, ιᾶτ; -υτ/-ωτ, -νωτ; ιατ, σαιτ; τα, σατ
-
Verbs: present, aorist, and perfect tenses; active and passive voices; indicative, subjunctive, and imperative moods
-
Active Indicative: -ι, -∅
-
Present Active Indicativeμιλυ, σιλυ, τιλυ, μελυ, τελυ, νιλυ
μιλέγι, σιλέγι, τιλέγι, μελέγι, τελέγι, νιλέγι -
Aorist Active Indicative1μισαλυ, σισαλυ/σηλυ, τισαλυ, μεσαλυ, τεσαλυ, νισαλυμισλέγε, σισλέγε, τισλέγε, μεσλέγε, τεσλέγε, νισλέγε
-
Perfect Active Indicative2μικαλυ, σικαλυ, τικαλυ, μεκαλυ, τεκαλυ, νικαλυ
μικλέγε, σικλέγε, τικλέγε, μεκλέγε, νικλέγι
-
-
Passive Indicative: θε- stem -ι, -∅
-
Presentμιθελυ, etc.μιθλέγι, etc.
-
Aoristμισαθελυ, etc.μισαθλέγε, etc.
-
Perfectμικαθελυ, etc.μικαθλέγε, etc.
-
-
Active Subjunctive
-
Presentμιλυη, etc.μιλέγη, etc.
-
Aoristμισαλυη, etc.μισλέγη, etc.
-
Perfectμικαλυ, etc.μικλέγη, etc.
-
-
Passive Subjunctive
-
Presentμιθελυη, etc.μιθλέγη, etc.
-
Aoristμισαθελυη, etc.μισαθλέγη, etc.
-
Perfectμικαθελυη, etc.μικαθλέγη, etc.
-
-
Imperativeσηλυ, τηλυ; τωλυ, νηλυ
σηλέγη, τηλέγη; τωλέγη, νηλέγη
-
-
Participles
-
Active
-
Present: σονδυ, υονδυ, ιονδυ, ονδυ, υιονδυ/υωνδυ, νωνδυ, σουνδυ, συωνδυ/σωνδυ; σονδέγη, etc.
-
Aorist: σανδυ, υσανδυ, ισανδυ, σανδυ, υισανδυ, νωσανδυ, σισανδυ, συσανδυ; σανδέγη, etc.
-
Perfect: σκοτλυ, υκοτλυ, ικοτλυ, κοτλυ, υικοτλυ, νωκοτλυ, σικοτλυ, συκοτλυ; σκοτλέγη, etc. (alternate: σκανδυ, etc.)
-
-
Passive
-
Present: σμένθλυ, υμένθλυ, ιμένθλυ, μένθλυ, υιμένθλυ, νωμένθλυ, σιμένθλυ, συμένθλυ; σμενθλέγη, etc.
-
Aorist: σαμένθλυ, υσαμένθλυ, etc.; σαμενθλέγη, etc.
-
Perfect: σκάνθλυ, υκανθλυ, etc.; σκανθλέγη, etc.
-
-
-
Infinitives: ελυ, σελυ, κελυ; ελέγη, σελέγη, κελέγη; θελυ, σεθλυ, κεθλυ; θελέγη, σεθλέγη, κεθλέγη
-
Derivation: τη- agentive, eg. μιμάθα ‘I learn’, στημαθ(υ) ‘student, disciple’κι- nominalizer, eg. ἑλλὴν ‘Hellenic’, κηλλῆν ‘Kîllîn’
τερ- comparative, eg. γαθα ‘good’, τεργαθα ‘better’; σόφυ ‘wise’, τερσόφυ ‘wiser’τατ- superlative, eg. γαθα, τατκαθα ‘best’; σόφυ, τατσόφυ ‘wisest’
1The
aorist takes the augment suffix -ε
2The
perfect reduplicates the stem vowel after a consonant instead of
presenting iota
No comments:
Post a Comment